πολυειδία

From LSJ
Revision as of 17:02, 20 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδία Medium diacritics: πολυειδία Low diacritics: πολυειδία Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΙΑ
Transliteration A: polyeidía Transliteration B: polyeidia Transliteration C: polyeidia Beta Code: polueidi/a

English (LSJ)

ἡ, diversity of kind, variety, variety of forms, variety of aspects, Pl.R.580d, Thphr.HP3.2.5.

German (Pape)

[Seite 662] ἡ, Verschiedenartigkeit, Plat. Rep. IX, 580 d u. Sp., Vielheit der Arten.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
variété d'aspects ou de formes.
Étymologie: πολυειδής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδία -ας, ἡ [πολυειδής] veelvormigheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδία:многообразие Plat.

Greek Monolingual

και πολυείδεια, ἡ, Α πολυειδής
ποικιλία, πολυμορφία («διὰ πολυειδίαν ἑνὶ οὐκ ἔσχομεν ὀνόματι προσειπεῖν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πολυειδία: ἡ, ποικιλία στο είδος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδία: ἡ, ποικιλία, εἴδους ἢ εἰδῶν, Πλάτ. Πολ. 580D, Κλήμ. Ἀλ. 163, 800.

Middle Liddell

πολυειδία, ἡ,
diversity of kind, Plat.