ἐπισχεδιάζω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
say or do offhand, τῷ καιρῷ make a suitable impromptu, Philostr.VS1.2:— Pass., -ασμένα πάντα τῷ καιρῷ Id.Gym.54.
German (Pape)
[Seite 988] dabei aus dem Stegreif reden, τῷ καιρῷ, bei einer Gelegenheit, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχεδιάζω: λέγω ἢ πράττω ἐκ τοῦ προχείρου, τῷ καιρῷ, ἐγκαίρως, Φιλόστρ. 485 πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1164, καὶ ἴδε αὐτοσχεδιάζω, σχεδιάζω.
Greek Monolingual
ἐπισχεδιάζω (Α)
λέγω ή ενεργώ κάτι πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία («ἐπισχεδιασμένα πάντα τῷ καιρῷ», Φιλόστρ.).