ἐπισχεδιάζω

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισχεδιάζω Medium diacritics: ἐπισχεδιάζω Low diacritics: επισχεδιάζω Capitals: ΕΠΙΣΧΕΔΙΑΖΩ
Transliteration A: epischediázō Transliteration B: epischediazō Transliteration C: epischediazo Beta Code: e)pisxedia/zw

English (LSJ)

say or do offhand, τῷ καιρῷ make a suitable impromptu, Philostr.VS1.2:—Pass., -ασμένα πάντα τῷ καιρῷ Id.Gym.54.

German (Pape)

[Seite 988] dabei aus dem Stegreif reden, τῷ καιρῷ, bei einer Gelegenheit, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχεδιάζω: λέγωπράττω ἐκ τοῦ προχείρου, τῷ καιρῷ, ἐγκαίρως, Φιλόστρ. 485 πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1164, καὶ ἴδε αὐτοσχεδιάζω, σχεδιάζω.

Greek Monolingual

ἐπισχεδιάζω (Α)
λέγω ή ενεργώ κάτι πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία («ἐπισχεδιασμένα πάντα τῷ καιρῷ», Φιλόστρ.).