συγκλινής
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ές, (κλίνω) inclining together, τὸ σ. ἐπ' Αἴαντι, perhaps, the united force directed against Ajax, A.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 968] ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.
Russian (Dvoretsky)
συγκλῐνής: склоняющийся: τὸ συγκλινὲς ἐπ᾽ Αἴαντι Aesch., Arph. то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλῐνής: -ές, (κλίνω) συγκλίνων ὁμοῦ, τὸ σ. ἐπ’ Αἴαντι, ἴσως = ἡ ἡνωμένη δύναμις ἡ φερομένη κατὰ τοῦ Αἴαντος, ὁ κατ’ αὐτοῦ συνασπισμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 77.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο συνασπισμός εναντίον του Αίαντος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].