δυσμετάθετος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον, hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; hard to remove, Gal.11.215.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. porfiado, terco δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.
2 de cosas difícil de trasladar τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215
•difícil de cambiar, inmutable ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.Virg.286.10.
II adv. -ως de modo inamovible o difícilmente alterable δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.Comm.in Or.4.21.
German (Pape)
[Seite 684] schwer umzusetzen, umzuändern, καὶ ἄτρεπτος Plut. reipubl. ger. praec. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μετατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
δυσμετάθετος: Polyb., Plut. = δυσμετάβλητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάθετος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β.
Greek Monolingual
δυσμετάθετος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, ισχυρογνώμων, επίμονος
2. αυτός που δύσκολα μετατίθεται.