πρωτόμορος

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμορος Medium diacritics: πρωτόμορος Low diacritics: πρωτόμορος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: prōtómoros Transliteration B: prōtomoros Transliteration C: protomoros Beta Code: prwto/moros

English (LSJ)

ον, dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόμορος: v.l. πρωτόμοιρος 2 погибший раньше всех Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].

Greek Monotonic

πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρωτό-μορος, ον,
dying or dead first, Aesch.