δυσπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσωπος Medium diacritics: δυσπρόσωπος Low diacritics: δυσπρόσωπος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: dysprósōpos Transliteration B: dysprosōpos Transliteration C: dysprosopos Beta Code: duspro/swpos

English (LSJ)

ον, of ill aspect, sour looks, Artem.3.47, f.l. in Plu. Mar.15, cf. Men.Rh.p.416S.

Spanish (DGE)

-ον
feo, deforme, de aspecto desagradable ὄμματα Trag.Adesp.339a, cf. S.OC 286 (var., v. δυσπρόσοπτος), πᾶν γὰρ εἰδεχθὲς καὶ δυσπρόσωπον ὁραθέν la contemplación de cualquier cosa desagradable y repugnante ref. enfermos de lepra, Artem.3.47, op. καλός Lib.Decl.43.55, cf. Poll.2.47, glos. a δυσειδής Sch.Opp.C.2.608.

German (Pape)

[Seite 688] von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v.l. δυσπρόσοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυθρωπὰ καὶ δύσμορφα B. A. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'aspect terrible.
Étymologie: δυσ-, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσωπος: страшный лицом (Τεύτονες δυσπρώσοποι τὰ εἴδη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσωπος: -ον, ἔχων κακὸν πρόσωπον, Πλούτ. Μαρ. 15· ἴδε δυσπρόσοιστος καὶ δυσπρόσοπτος.

Greek Monolingual

δυσπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκρουστική όψη.

Greek Monotonic

δυσπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει άσχημο, δύσμορφο πρόσωπο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-πρόσωπος, ον πρόσωπον
of ill aspect, Plut.