πατρωός

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρωός Medium diacritics: πατρωός Low diacritics: πατρωός Capitals: ΠΑΤΡΩΟΣ
Transliteration A: patrōós Transliteration B: patrōos Transliteration C: patroos Beta Code: patrwo/s

English (LSJ)

ὁ, = πατρυιός, stepfather, Cerc.4.43, Plu. Cleom.11, Arat. 41, Artem.3.26, POxy. 1257.2 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 537] ὁ, = ἐπιπάτωρ, vgl. Poll. 3, 27, Stiefvater, Plut. Arat. 38 u. öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
beau-père.
Étymologie: πατήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρωός -οῦ, ὁ [πατήρ] stiefvader.

Russian (Dvoretsky)

πατρωός:отчим Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πατρωός: ὁ, = πατρυιός, μητρυιός, Πλουτ. Κλεομέν. 11, Ἄρατ. 41.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πατρυιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. -ώς, -υῖα, -ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε από το θ. της λ. πάτρως «θείος»].