τρίστιχος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον, = τρίστοιχος, κριθαί three-row barley, Placit.5.10.2.
German (Pape)
[Seite 1148] von drei Reihen, Zeilen, Versen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρίστῐχος: трехрядный (κριθαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίστῐχος: -ον, = τρίστοιχος, κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστιχος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για ποίημα ή στροφή ποιήματος) αυτός που αποτελείται από τρεις στίχους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίστιχο- ποίημα ή στροφή ποιήματος από τρεις στίχους
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από τρεις σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στίχος (πρβλ. πεντάστιχος)].