μονοσύστατος
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
ον, of an art, existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T.p.445 H.
Greek Monolingual
μονοσύστατος, -ον (Α)
(για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυσύστατος].