πτώσιμος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ον, (πίπτω) having fallen, fallen, στρατός A.Ag.639; σταγών ib.1122 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 812] gefallen, getödtet, στρατὸς δορὶ πτώσιμος Aesch. Ag. 625.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est tombé, détruit, anéanti.
Étymologie: πίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτώσιμος -ον [πτῶσις] gevallen, gedood.
Russian (Dvoretsky)
πτώσῐμος:
1 падающий (κροκοβαφὴς σταγών Aesch.);
2 павший, побитый (στρατός Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α πτῶσις
1. αυτός που έχει πέσει, πεσμένος
2. νεκρός.
Greek Monotonic
πτώσιμος: -ον (πίπτω, πέ-πτωκα), αυτός που έχει πέσει, σκοτωθεί στη μάχη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πτώσιμος: -ον, (πίπτω, πέπτωκα) ὁ πεσών, πεπτωκώς, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 639· σταγὼν πτ. αὐτόθι 1122.