πτώσιμος

From LSJ
Revision as of 19:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτώσῐμος Medium diacritics: πτώσιμος Low diacritics: πτώσιμος Capitals: ΠΤΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: ptṓsimos Transliteration B: ptōsimos Transliteration C: ptosimos Beta Code: ptw/simos

English (LSJ)

ον, (πίπτω) having fallen, fallen, στρατός A.Ag.639; σταγών ib.1122 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 812] gefallen, getödtet, στρατὸς δορὶ πτώσιμος Aesch. Ag. 625.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tombé, détruit, anéanti.
Étymologie: πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτώσιμος -ον [πτῶσις] gevallen, gedood.

Russian (Dvoretsky)

πτώσῐμος:
1 падающий (κροκοβαφὴς σταγών Aesch.);
2 павший, побитый (στρατός Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α πτῶσις
1. αυτός που έχει πέσει, πεσμένος
2. νεκρός.

Greek Monotonic

πτώσιμος: -ον (πίπτω, πέ-πτωκα), αυτός που έχει πέσει, σκοτωθεί στη μάχη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτώσιμος: -ον, (πίπτω, πέπτωκα) ὁ πεσών, πεπτωκώς, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 639· σταγὼν πτ. αὐτόθι 1122.

Middle Liddell

πτώσιμος, ον, πίπτω, πέπτωκα
having fallen, Aesch.