φοιβόληπτος

From LSJ
Revision as of 12:09, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβόληπτος Medium diacritics: φοιβόληπτος Low diacritics: φοιβόληπτος Capitals: ΦΟΙΒΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: phoibólēptos Transliteration B: phoibolēptos Transliteration C: foivoliptos Beta Code: foibo/lhptos

English (LSJ)

Ion. φοιβό-λαμπτος, ον, possessed by Phoebus, Hdt.4.13, Lyc.1460, Plu.Pomp.48, Plot.5.8.10.

German (Pape)

[Seite 1295] vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Α
νεοελλ.
αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση
αρχ.
αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφόληπτος].

Russian (Dvoretsky)

φοιβόληπτος: одержимый Фебом, боговдохновенный (ὥσπερ ἐπίπνους καὶ φ. Plut.).