κοιρανίδης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[νῐ], ου, ὁ, member of a ruling house, S.Ant.940 (anap., pl.), Sammelb.5829 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1470] ὁ, = κοίρανος, Soph. Ant. 931, der Machthaber.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de roi, prince.
Étymologie: κοίρανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιρανίδης -ου, ὁ [κοίρανος] machthebber.
Russian (Dvoretsky)
κοιρᾰνίδης: ου (ῐδ) ὁ правитель, царь (Θήβης Soph.).
Greek Monolingual
κοιρανίδης, ὁ (Α)
μέλος ηγεμονικού οίκου, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίρανος + κατάλ. -ίδης (πρβλ. δραπετίδης, ηγεμονίδης)].
Greek Monotonic
κοιρᾰνίδης: [νῐ], -ου, ὁ, = κοίρανος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κοιρᾰνίδης: νῐ, ου, ὁ, = κοίρανος, Σοφ. Ἀντ. 940.
Middle Liddell
κοιρᾰνῐ́δης, ου, = κοίρανος, Soph.]