εὔχρυσος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, rich in gold, of the Pactolus, S.Ph.394 (lyr.); Σάρδεις Max.Tyr.27.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1110] goldreich, Πακτωλός Soph. Phil. 393.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: εὖ, χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
εὔχρῡσος: богатый золотом (Πακτωλός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, ἐπὶ τοῦ Πακτωλοῦ, Σοφ. Φιλ. 394.
Greek Monolingual
εὔχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος, άφθονος σε χρυσό («τὸν μέγαν Πακτωλὸν ἐύχρυσον», Σοφ.).
Greek Monotonic
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.