καρποφθόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, spoiling fruit, δένδρων AP9.256 (Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht verderbend, κάμπη Antiphil. 8 (IX, 256).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit les fruits, les biens de la terre.
Étymologie: καρπός, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
καρποφθόρος: портящий плоды, вредящий плодам (κάμπη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καρποφθόρος: -ον, ὁ φθείρων βλάπτων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 9. 256.
Greek Monolingual
-ο (Α καρποφθόρος, -ον)
αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαοφθόρος, ψυχοφθόρος.
Greek Monotonic
καρποφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.