καρποφθόρος

From LSJ
Revision as of 18:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφθόρος Medium diacritics: καρποφθόρος Low diacritics: καρποφθόρος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: karpophthóros Transliteration B: karpophthoros Transliteration C: karpofthoros Beta Code: karpofqo/ros

English (LSJ)

ον, spoiling fruit, δένδρων AP9.256 (Antiphan.), cf. Orph.Fr.285.55.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht verderbend, κάμπη Antiphil. 8 (IX, 256).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit les fruits, les biens de la terre.
Étymologie: καρπός, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

καρποφθόρος: портящий плоды, вредящий плодам (κάμπη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφθόρος: -ον, ὁ φθείρων βλάπτων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 9. 256.

Greek Monolingual

-ο (Α καρποφθόρος, -ον)
αυτός που καταστρέφει τους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

καρποφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που βλάπτει, καταστρέφει τους καρπούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-φθόρος, ον φθείρω
spoiling fruit, Anth.