τανυσίσκοπος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ον, far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι», σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος.