ἀξιοσπούδαστος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ον, worthy of zealous endeavours, X.Lac.10.3 (Comp.), Plu. 2.5d.
Spanish (DGE)
-ον
digno de esfuerzo, que requiere esfuerzo οἱ ἀγῶνες οἱ τῶν ψυχῶν ἢ οἱ τῶν σωμάτων ἀξιοσπουδαστότεροι X.Lac.10.3, τὰ μὲν ἄλλα τῶν ἀγαθῶν ... οὐκ ἀξιοσπούδαστα Plu.2.5c, cf. Alex.Aphr.in Metaph.167.20, D.C.57.73.
German (Pape)
[Seite 270] des Eifers u. der Anstrengungwerth, Xen. Lac. 10, 3; Plut. ed. lib. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de soin ou de recherche.
Étymologie: ἄξιος, σπουδάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοσπούδαστος: заслуживающий усердия, стоящий труда (ἄγῶνες τῶν ψυχῶν Xen.; ἀγαθά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοσπούδαστος: -ον, ἄξιος σπουδῆς ἢ ἐπιμελείας, Ξεν. Λακ. 10. 3, Πλούτ. 2. 5C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιοσπούδαστος, -ον)
αυτός για τον οποίο αξίζει να καταβληθεί φιλότιμη προσπάθεια.
Greek Monotonic
ἀξιοσπούδαστος: -ον (σπουδάζομαι), άξιος σπουδής ή επιμέλειας, σε Ξεν.