φιλοσυνήθης
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ες, loving one's associates, Plu.2.56c, Vett.Val. 40.14, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1286] ες, Umgang, Gesellschaft liebend, Plut. ad. et am. discr. 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. εος;
qui aime à se lier, sociable.
Étymologie: φίλος, συνήθης.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσυνήθης: общительный (φ. καὶ φιλόστοργος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσυνήθης: -ες, γεν. εος, ὁ φιλῶν τοὺς συνήθεις, τοὺς ἑταίρους, Πλούτ. 2. 56C.
Greek Monolingual
-ύνηθες, Α
αυτός που αγαπά τις συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + συνήθης «οικείος, φίλος»].