μνηστηροκτόνος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον, suitor-slaying, πατὴρ Οἰνόμαος Sch.Il.1.38.
German (Pape)
[Seite 196] die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστηροκτόνος: -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.
Greek Monolingual
μνηστηροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνηστήρ, -ῆρος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.