πεφυκότως

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεφῡκότως Medium diacritics: πεφυκότως Low diacritics: πεφυκότως Capitals: ΠΕΦΥΚΟΤΩΣ
Transliteration A: pephykótōs Transliteration B: pephykotōs Transliteration C: pefykotos Beta Code: pefuko/tws

English (LSJ)

Adv. of φύω (πέφῡκα), naturally, opp. πεπλασμένως, Arist.Rh.1404b19.

German (Pape)

[Seite 607] adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
par une aptitude naturelle, naturellement.
Étymologie: πέφυκα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφυκότως, adv. van ptc. perf. van φύομαι, op een natuurlijke manier.

Russian (Dvoretsky)

πεφυκότως: естественно, натурально (μὴ πεπλασμένως, ἀλλὰ π. Arst.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῖ... μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, -ότος του φύω].

Greek Monotonic

πεφῡκότως: επίρρ. του πέφυκα, φυσικά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πεφῡκότως: Ἐπίρρ. τοῦ φύω, (πέφυκα), κατὰ φύσιν, φύσει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεπλασμένως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 4.

Middle Liddell

[adverb of πέφυκα
naturally, Arist.