διπυρίτης

From LSJ
Revision as of 11:23, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπῠρίτης Medium diacritics: διπυρίτης Low diacritics: διπυρίτης Capitals: ΔΙΠΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dipyrítēs Transliteration B: dipyritēs Transliteration C: dipyritis Beta Code: dipuri/ths

English (LSJ)

[ρῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, twice-baked bread, biscuit, Hp. Int.25.

Spanish (DGE)

(διπῠρίτης) -ου, ὁ pan cocido dos veces, bizcocho o galleta Hp.Int.25 (cód.), Phryn.Com.40 (var.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπῠρίτης: (ἐνν. ἄρτος), ὁ, ἄρτος δὶς ὠπτημένος, παξιμάδι, Ἱππ. 546. 13.

Greek Monolingual

ο (Α διπυρίτης)
(για άρτο) αυτός που ψήθηκε δυό φορές για να διατηρείται για μακρό χρονικό διάστημα, η γαλέτα, το παξιμάδι
νεοελλ.
θειούχο άλας του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πυρίτης].

German (Pape)

ἄρτος zweimal gebackenes Brot, Zwieback, Hippocr.