ἀπονητί
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
Adv. of ἀπόνητος, without fatigue, Hdt.3.146, E.Fr.lyr.3, Luc.Rh.Pr.8, al.
Spanish (DGE)
adv. de ἀπόνητος sin fatiga o esfuerzo Hdt.3.146, E.Lyr.1.5, Luc.Rh.Pr.8, Sosib.26, Polyaen.6.13, Sch.A.Pr.208 (p.197) D.
German (Pape)
[Seite 316] ohne Mühe, Her. 1, 146 Luc. Gymn. 10.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fatigue, sans peine.
Étymologie: ἀπόνητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονητί: adv. без труда, без усилий Her., Luc., Eur. ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονητί: ἐπίρρ. τοῦ ἀπόνητος, ἄνευ πόνου, ἀπόνως, Ἀλκμ. 1, Ἡρόδ. 3. 146, Λουκ. Ρήτ. διδ. 8, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀπονητί: (α- στερητικό και πονέω), χωρίς κόπο, ξεκούραστα, σε Ηρόδ.