μονόπτωτος

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπτωτος Medium diacritics: μονόπτωτος Low diacritics: μονόπτωτος Capitals: ΜΟΝΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: monóptōtos Transliteration B: monoptōtos Transliteration C: monoptotos Beta Code: mono/ptwtos

English (LSJ)

ον, with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

μονόπτωτος: грам. однопадежный.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. άπτωτος, πολύπτωτος)].