εὐκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάθεκτος Medium diacritics: εὐκάθεκτος Low diacritics: ευκάθεκτος Capitals: ΕΥΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eukáthektos Transliteration B: eukathektos Transliteration C: efkathektos Beta Code: eu)ka/qektos

English (LSJ)

ον, easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκάθεκτος: легко удерживаемый в повиновении (ταπεινότατος καὶ εὐκαθεκτότατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.

Greek Monolingual

εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.

Greek Monotonic

εὐκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δαμάζεται, αναχαιτίζεται εύκολα, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-κάθεκτος, ον κατέχω
easy to keep under, Xen.