ποταμόχωστος

From LSJ
Revision as of 11:22, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόχωστος Medium diacritics: ποταμόχωστος Low diacritics: ποταμόχωστος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: potamóchōstos Transliteration B: potamochōstos Transliteration C: potamochostos Beta Code: potamo/xwstos

English (LSJ)

ον, deposited by a river, Ephor.65 (e) J., Str.13.3.4.

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amoncelé par les atterrissements d'un fleuve.
Étymologie: ποταμός, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμόχωστος: нанесенный рекой, являющийся наносом, аллювиальный (χώρα τῆς Αἰγύπτου Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόχωστος: -ον, γῆ σχηματισθεῖσα ἐξ ἰλύος καταβιβασθείσης ὑπὸ τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, Στράβ. 621, Διόδ. 1. 34. ― Kαθ’ Ἡσύχ.: «ποταμόχωστος. γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος».

Greek Monolingual

-η, -ο / ποταμόχωστος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμόχωστος].

Greek Monotonic

ποτᾰμόχωστος: -ον, αυτός που έχει εναποτεθεί και κατακαθίσει από τα νερά ποταμού, σε Στράβ.

Middle Liddell

ποτᾰμό-χωστος, ον,
deposited by a river, Strab.