μέλλημα
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ατος, τό, delay, in plural, E.IA818, Aeschin.3.72, Plu.Nic. 21.
German (Pape)
[Seite 125] τό, Zögerung, Aufschub; οὐδὲ ἀναμένειν τὰ τῶν Ἑλλήνων μελλήματα, Aesch. 3, 72; Plut. Nic. 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
retard, délai, lenteur.
Étymologie: μέλλω.
Russian (Dvoretsky)
μέλλημα: ατος τό преимущ. pl. задержка, промедление или медлительность Eur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλημα: τό, (μέλλω) βραδύτης, ἀργοπορία· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀργοπορίαι, Εὐρ. Ι. Α. 818, Αἰσχίν. 64. 4.
Greek Monolingual
μέλλημα, τὸ (Α) μέλλω
χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.).
Greek Monotonic
μέλλημα: -ατος, τό (μέλλω), καθυστέρηση, σε Ευρ., Αισχίν.