μονοτράπεζος

From LSJ
Revision as of 06:47, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτράπεζος Medium diacritics: μονοτράπεζος Low diacritics: μονοτράπεζος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: monotrápezos Transliteration B: monotrapezos Transliteration C: monotrapezos Beta Code: monotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.

German (Pape)

[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on laisse seul à table.
Étymologie: μόνος, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

μονοτράπεζος: (ᾰ) сажаемый за (или подаваемый на) отдельный стол: ξένια μονοτράπεζά τινι παρέχειν Eur. сажать какого-л. гостя за отдельный стол.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.

Greek Monolingual

μονοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζιξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος].

Greek Monotonic

μονοτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό τραπέζι, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονο-τράπεζος, ον τράπεζα
at a solitary table, Eur.