πολυήχητος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Dor. πολυάχ-, ον, loud-sounding, E.Alc.918 (anap.).
German (Pape)
[Seite 663] viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor. πολυάχητος;
très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἠχέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυήχητος: дор. πολυάχητος 2 (ᾱ) многошумный, шумливый (κῶμος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυήχητος: Δωρ. πολυάχ-, ον, ὁ μεγάλως ἠχῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 918.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πολυάχητος, -ον, Α
ο πολυηχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευήχητος].
Greek Monotonic
πολυήχητος: Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.