διάτιλμα

From LSJ
Revision as of 17:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτιλμα Medium diacritics: διάτιλμα Low diacritics: διάτιλμα Capitals: ΔΙΑΤΙΛΜΑ
Transliteration A: diátilma Transliteration B: diatilma Transliteration C: diatilma Beta Code: dia/tilma

English (LSJ)

ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.

German (Pape)

τό, das Zerrupfte; φύλλων, zerrupfte Blätter, Paul.Sil. 41 (VI.71).

Russian (Dvoretsky)

διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.

Greek Monolingual

διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.

Greek Monotonic

διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.

Middle Liddell

διά-τιλμα, ατος, τό, n τίλλω
a portion plucked off, Anth.