διάτιλμα
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.
German (Pape)
τό, das Zerrupfte; φύλλων, zerrupfte Blätter, Paul.Sil. 41 (VI.71).
Russian (Dvoretsky)
διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.
Greek Monolingual
διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.
Greek Monotonic
διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.