θελξίπικρος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ον, sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.
German (Pape)
[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de douceur et d'amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.
Russian (Dvoretsky)
θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.
Greek Monolingual
θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.
Greek Monotonic
θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.