τανύπλευρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.
German (Pape)
[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπλευρος: широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύπλευρος].
Greek Monotonic
τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.