παχυδερμία

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυδερμία Medium diacritics: παχυδερμία Low diacritics: παχυδερμία Capitals: ΠΑΧΥΔΕΡΜΙΑ
Transliteration A: pachydermía Transliteration B: pachydermia Transliteration C: pachydermia Beta Code: paxudermi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, thickness of skin, Hp.Epid.5.9.

German (Pape)

[Seite 539] ἡ, Dickhäutigkeit, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδερμία: ἡ, παχύτης δέρματος, Ἱππ. 1144Β.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, (ιων. τ. παχυδερμίη Α παχύδερμος
παχύτητα του δέρματος, χονδροδερμία
νεοελλ.
1. ιατρ. πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε ινώδη υπερπλασία και παρατηρείται κυρίως επί ελεφαντιάσεως
2. (κτην.) πάθηση τών αλόγων, τών βοοειδών και τών σκύλων που οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε χρόνιες λεμφαγγειίτιδες, εκζεματώδεις καταστάσεις κ.ά.
3. μτφ. αναισθησία, κτηνωδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παχυδερμίᾱ -ας, ἡ, Ion. παχυδερμίη [παχύδερμος] huidverdikking.