ὠκύποινος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.
German (Pape)
schnell rächend, strafend, und pass., schnell bestraft, παραιβασία Aesch. Spt. 725.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύποινος].
Greek Monotonic
ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.