εὐαγγελία
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ἡ, good tidings, LXX 4 Ki.7.9, J.AJ18.6.10.
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, = εὐαγγέλιον, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne nouvelle.
Étymologie: εὐάγγελος.