φοινικογενής

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκογενής Medium diacritics: φοινικογενής Low diacritics: φοινικογενής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: phoinikogenḗs Transliteration B: phoinikogenēs Transliteration C: foinikogenis Beta Code: foinikogenh/s

English (LSJ)

ές, Phoenicianborn, E.Fr.472 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που γεννή.-θηκε στη Φοινίκη ή αυτός που κατάγεται από το γένος τών Φοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος «ο κάτοικος της Φοινίκης» + -γενής (< γένος
< γίγνομαι), πρβλ. Θηβαιγενής].