κουφολογία
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ἡ, light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.
German (Pape)
ἡ, leichtsinnige Rede, unbedachtsames Geschwätz, Thuc. 4.28 und Sp., wie Plut. und App. Hisp. 38.
Russian (Dvoretsky)
κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.
Greek Monolingual
κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῖς δὲ Ἀθηναῖοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», Θουκ.).
Greek Monotonic
κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.
Middle Liddell
κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος