σοφιστήριον
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
τό, school of sophistry, Oenom. ap. Eus.PE5.25.
German (Pape)
[Seite 914] τό, der Lehrort oder Lehrsaal eines Sophisten, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστήριον: τό, σχολὴ σοφιστοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 11.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τόπος διδασκαλίας ενός σοφιστή, διδασκαλείο σοφιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζω / -ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. δικαστήριον)].