ὀδαξητικός
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ή, όν, causing to itch, Poll.2.110.
German (Pape)
[Seite 291] dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαξητικός: -ή, -όν, προξενῶν κνησμόν, «φαγοῦραν», Πολυδ. Β, 110.
Greek Monolingual
ὀδαξητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κνησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -ητικός (πρβλ. κινητικός)].