τετολμηκότως
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
Adv., (τολμάω) boldly, Plb.1.23.5, 9.4.2.
German (Pape)
[Seite 1096] adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.
Russian (Dvoretsky)
τετολμηκότως: отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
τετολμηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ τολμάω, πλέοντες τετολμηκότως Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, -ότος του τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετολμηκότως: επιρρ. μτχ. παρακ. του τολμάω, σε Πολύβ.