τετρακέρατος

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκέρᾱτος Medium diacritics: τετρακέρατος Low diacritics: τετρακέρατος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: tetrakératos Transliteration B: tetrakeratos Transliteration C: tetrakeratos Beta Code: tetrake/ratos

English (LSJ)

ον, four-horned, Orph.Fr.77.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.

Greek (Liddell-Scott)

τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].