ταὐτοσήμαντος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ον, Sch.E.Hec.16, Eust.101.37.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτοσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
ταυτόσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυσήμαντος].
German (Pape)
= ταὐτόσημος, Gramm.