μάλβαξ
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, = μαλάχη, Luc.Alex. 25.
German (Pape)
[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
French (Bailly abrégé)
ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.
Russian (Dvoretsky)
μάλβαξ: ακος ἡ и ὁ Luc. = μαλάχη.
Greek (Liddell-Scott)
μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.
Greek Monolingual
μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].
Greek Monotonic
μάλβᾰξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, σε Λουκ.
Middle Liddell
μάλβᾰξ, ακος, = μαλάχη, Luc.]