σπανοκαρπία

From LSJ
Revision as of 14:48, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνοκαρπία Medium diacritics: σπανοκαρπία Low diacritics: σπανοκαρπία Capitals: ΣΠΑΝΟΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: spanokarpía Transliteration B: spanokarpia Transliteration C: spanokarpia Beta Code: spanokarpi/a

English (LSJ)

ἡ, lack of fruit, D.S.5.39.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, Seltenheit der Früchte, Mangel daran, D. Sic. 5, 38, v.l. στενοκαρπία.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνοκαρπία:недостаток плодов, недород Diod.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνοκαρπία: ἡ, ἔλλειψις καρποῦ, Διόδ. 5. 39.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη καρπών («διὰ τὴν σπανοκαρπίαν πίνουσι μὲν ὕδωρ, σαρκοφαγοῦσι δὲ», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -καρπία (< -καρπος < καρπός), πρβλ. πολυκαρπία].