θεσμοπόλος

From LSJ
Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοπόλος Medium diacritics: θεσμοπόλος Low diacritics: θεσμοπόλος Capitals: ΘΕΣΜΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: thesmopólos Transliteration B: thesmopolos Transliteration C: thesmopolos Beta Code: qesmopo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1203] = θεμιστοπόλος, Paul. Sil. (V, 293).

Russian (Dvoretsky)

θεσμοπόλος: ὁ Anth. = θεμιστοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοπόλος: -ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, Ἀνθ. Π. 5. 293.

Greek Monolingual

θεσμοπόλος, ὁ (Α)
ο θεμιστοπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστοπόλος, θαλαμηπόλος.