ἐπιχρέμπτομαι

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Medium diacritics: ἐπιχρέμπτομαι Low diacritics: επιχρέμπτομαι Capitals: ΕΠΙΧΡΕΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: epichrémptomai Transliteration B: epichremptomai Transliteration C: epichremptomai Beta Code: e)pixre/mptomai

English (LSJ)

punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.

German (Pape)

[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.

French (Bailly abrégé)

cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρέμπτομαι: сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.

Greek Monolingual

ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].

Greek Monotonic

ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.

Middle Liddell

Dep. to spit upon, τινι Luc.