ἐπιχρέμπτομαι
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.
German (Pape)
[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.
French (Bailly abrégé)
cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρέμπτομαι: сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
Greek Monolingual
ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].
Greek Monotonic
ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.