δυσπονής

From LSJ
Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπονής Medium diacritics: δυσπονής Low diacritics: δυσπονής Capitals: ΔΥΣΠΟΝΗΣ
Transliteration A: dysponḗs Transliteration B: dysponēs Transliteration C: dysponis Beta Code: dusponh/s

English (LSJ)

δυσπονές, toilsome, δυσπονέος καμάτοιο Od.5.493. Adv. δυσπονέως Max.194.

Spanish (DGE)

-ές
1 penoso, fatigoso κάματος Od.5.493.
2 adv. δυσπονέως = penosamente, con esfuerzo δ. γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι Max.194.

German (Pape)

[Seite 687] ές, Homer einmal, Odyss. 5, 493 ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung, s. s. v. v. πόνος, πονέω, πένομαι. Bei Plutarch. Vit. et poes. Hom. B cap. 207 wird die Stelle Odyss. 5, 493 so angeführt; ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπραγέος καμάτοιο, wobei -γέος mit Synizese zu lesen.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. δύσπονος.

Russian (Dvoretsky)

δυσπονής: вызванный тяжелой работой (κάματος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπονής: -ές, κοπώδης, ἐπίπονος, δυσπονέος καμάτοιο Ὀδ. Ε. 493.- Ἐπίρρ. -έως, Μάξ. π. κ. 194.

Greek Monolingual

δυσπονής, -ές (AM)
κοπιαστικός, επίπονος.

Greek Monotonic

δυσπονής: -ές (πονέω), κοπιώδης, επίμονος, αυτός που απαιτεί μόχθο, κοπιαστικός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δυσ-πονής, ές πονέω
toilsome, Od.