ἀπρόσοιστος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἀπρόσοιστον, hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. ἀπροσοίστως = unsociably, Isoc.9.49.
Spanish (DGE)
-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. ἀπροσοίστως = inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.
German (Pape)
[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., ἀπροσοίστως, ἔχειν Isocr. 9, 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσοίσω, f. de προσφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.
Greek Monolingual
ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προσοίσω, fut. of προσφέρω
not to be withstood, irresistible, Aesch.