χρηστοήθης
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
χρηστοήθες, good-natured, well-disposed, Arist.Rh.1395b17, Ptol.Tetr.163, al.
German (Pape)
[Seite 1376] ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'un caractère bon et honnête.
Étymologie: χρηστός, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
χρηστοήθης: добросердечный, добрый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστοήθης: -ες, χρηστὸς τὰ ἤθη, καλῆς διαθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 16.
Greek Monolingual
-όηθες, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].
Greek Monotonic
χρηστοήθης: -ες (ἦθος), χρηστός, αγαθός στα ήθη, σε Αριστ.
Middle Liddell
χρηστο-ήθης, ες ἦθος
well-disposed, Arist.