εὐθεράπευτος

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθερᾰπευτος Medium diacritics: εὐθεράπευτος Low diacritics: ευθεράπευτος Capitals: ΕΥΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eutherápeutos Transliteration B: eutherapeutos Transliteration C: eftherapeftos Beta Code: eu)qera/peutos

English (LSJ)

εὐθεράπευτον,
A easy to cure, Hp. Coac.501 (Comp.), Theophrastus HP9.16.6, etc.: Comp., Phld. D.1.24.
2 easy to help or remedy, D.C.38.24.
II easily won by kindness or attention, X.Cyr.2.2.10.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu bedienen, zu behandeln, von Pflanzen, Theophr.; leicht zu heilen, id.; dem leicht abzuhelfen ist, Sp., wie D. Cass. 38, 24. – Bei Xen. Cyr. 2, 2, 10, wo folgt ὥστε εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλους φίλους ἀνακτήσασθαι, = durch diese leicht zu gewinnen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on gagne aisément par de bons soins.
Étymologie: εὖ, θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθεράπευτος: легко привлекаемый на чью-л. сторону, малотребовательный, покладистый (ἄνδρες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεράπευτος: -ον, εὐκόλως θεραπευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, κτλ.· εὐκόλως βοηθούμενος, Δίων. Κ. 38. 24. ΙΙ. ὃν εὐκόλως κτᾶταί τις δι’ εὐμενοῦς τρόπου καὶ περιποιήσεων, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω.

Greek Monotonic

εὐθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που αποκτιέται εύκολα μέσω καλού τρόπου ή περιποίησης, φροντίδων, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-θεράπευτος, ον θεραπεύω
easily won by kindness or attention, Xen.