ὁρκωμοτέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκωμοτέω Medium diacritics: ὁρκωμοτέω Low diacritics: ορκωμοτέω Capitals: ΟΡΚΩΜΟΤΕΩ
Transliteration A: horkōmotéō Transliteration B: horkōmoteō Transliteration C: orkomoteo Beta Code: o(rkwmote/w

English (LSJ)

take an oath, Ar.Fr.96; τινι to one, A.Eu.764; πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτῶν E.Supp.1190; ἐπί τινι Luc.Tox.50; κατὰ σφαγίων Plu.Pyrrh.6: followed by aor. inf., θεοὺς ὁ. τὸ μήτε δρᾶσαι.. swear by the gods that they did it not, S.Ant.265: by fut. inf., Ἄρη.. ὡρκωμότησαν.. λαπάξειν ἄστυ made oath by Ares that they would... A. Th.46.

German (Pape)

[Seite 379] einen Eid schwören, τινά, bei einem Gotte, Aesch. Spt. 46, τινί, Eum. 734; θεούς, Soph. Ant. 264; Eur. Suppl. 1189; u. in sp. Prosa, wie Luc. Tox. 50; κατὰ σφαγίων, Plut. Pyrrh. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα ou ἐπί τινι, jurer par une divinité ; τινά τι, jurer qch au nom d'un dieu.
Étymologie: ὅρκος, ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκωμοτέω: приносить (давать) клятву, клясться: ὁ. τινι Aesch. клясться кому-л.; ὁ. τινα Aesch. и ἐπὶ τινι Luc. клясться кем-л.; ὁ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι Soph. клясться богами в своей непричастности к делу; ὁ. κατὰ σφαγίων Plut. приносить клятву, скрепленную жертвоприношением; πάσης ὑπὲρ γῆς ὁ. Eur. давать клятву от имени всей страны.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκωμοτέω: (ὄμνυμι) ὁρκίζομαι, ὀμνύω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 70· τινι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 764· πάσης ὑπὲρ γῆς Δαναϊδῶν ὁρκωμοτεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1190· ἐπί τινι Λουκ. Τόξ. 50· κατὰ σφαγίων Πλουτ. Πύρρ. 6· ― ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἀορ., ἦμεν δὲ ἔτοιμοι... καὶ θεοὺς ὁρκωμοτεῖν τὸ μὴ δρᾶσαι, καὶ εἰς τοὺς θεοὺς νὰ ὁρκισθῶμεν ὅτι δὲν ἐπράξαμεν, Σοφ. Ἀντ. 265· ἑπομένου ἀπαρεμφ. μέλλ., Ἄρη... ὡρκωμότησαν... λαπάξει ἄστυ, ὤμοσαν εἰς τὸν Ἄρην ὅτι ἤθελον..., Αἰσχύλ. Θήβ. 48.

Greek Monotonic

ὁρκωμοτέω: (ὄμνυμι), μέλ. -ήσω, παίρνω όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., ὁρκωμοτέω θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὁρκ-ωμοτέω, fut. -ήσω ὄμνυμι
to take an oath, Trag.:— foll. by inf. aor., ὁρκ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι to swear by the gods that they did it not, Soph.; by inf. fut., Ἄρη ὡρκωμότησαν λαπάξειν made oath by Ares that they would destroy, Aesch.